- τόννος
- I ο1) тонна; 2) тоннаж (судна) τόννος2II ο тунец (рыба)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μετρικός — ή, ό (Α μετρικός, ή, όν) [μέτρον] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο μέτρο ή αυτός που χρησιμεύει στη μέτρηση («μετρικοὶ ῥυθμοί», Αριστοτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο μετρικός αυτός που ασχολείται ειδικά ή αυτός που είναι έμπειρος στη… … Dictionary of Greek
γέρμος — η, ο ο έρμος, ο έρημος. ο ονομασία τού ψαριού Θύννος ο μακρόπτερος, λευκός τόννος … Dictionary of Greek
γλουπέας — ο ονομασία τού ψαριού θύννος* ο γνήσιος, τόννος … Dictionary of Greek
λακέρδα — η (Μ λακέρτα) κοινή ονομασία τών ψαριών παλαμίδα και τόννος, ιδίως όταν διατηρούνται σε άλμη ή καπνιστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lacerta] … Dictionary of Greek
πρημνάς — και πρημάς, άδος, ἡ, Α είδος θύννου, τού ψαριού τόννος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. απαντά με διάφορες μορφές: πρημνάς, πρημάς, πρήμη, πρήμνη, πριμαδία, πριμάς, χωρίς να μπορεί να εξακριβωθεί ούτε η αρχαιότητα ούτε η ορθότητά τους] … Dictionary of Greek
τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… … Dictionary of Greek
χιλιομετρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ανάγεται στο χιλιόμετρο («χιλιομετρικός δείκτης») 2. αυτός που υπολογίζεται σε χιλιόμετρα («χιλιομετρική απόσταση») 3. (στις ραδιοεπικοινωνίες) χαρακτηρισμός τής περιοχής ραδιοκυμάτων τών οποίων το μήκος… … Dictionary of Greek
ψυκτικός — ή, ό / ψυκτικός, ή, όν, ΝΑ [ψύχω (II)] αυτός που επιφέρει ή προκαλεί ψύξη (α. «ψυκτικά μηχανήματα» οι κλιματιστικές εγκαταστάσεις β. «πόματα ψυκτικά», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο ψυκτικός τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή ή την… … Dictionary of Greek
ωμοτάριχος — ὁ, Α παστός τόννος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + τάριχος «παστός»] … Dictionary of Greek
όρκυνος — ὄρκυνος, ὁ (Α) το ψάρι θύννος, ο τόννος. [ΕΤΥΜΟΛ. θεματική μορφή τού ὄρκυς*, υνος] … Dictionary of Greek